- γεμίσῃ
- γεμίζωfill full ofaor subj mid 2nd sgγεμίζωfill full ofaor subj act 3rd sgγεμίζωfill full offut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γέμιση — η 1. η πλήρωση, το γέμισμα: Η γέμιση της δεξαμενής με νερό γίνεται μια φορά την εβδομάδα. 2. το να βάζει κανείς τα φυσίγγια στην κάννη του όπλου. 3. αυτό με το οποίο γεμίζουμε κάτι: Η γέμιση της γαλοπούλας είχε και σταφίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γέμιση — η 1. το να γεμίζει κανείς κάτι με κάτι άλλο 2. στρατ. το να βάζει κανείς πυρομαχικά στον σωλήνα τού πυροβόλου ή φυσίγγια στην κάννη τού όπλου 3. το παρασκεύασμα, το υλικό με το οποίο παραγεμίζονται διάφορα κηπευτικά (ντομάτες, μελιτζάνες),… … Dictionary of Greek
γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… … Dictionary of Greek
γόμος — ο 1. γέμιση μαξιλαριού ή στρώματος: Έβαλε γόμο στο μαξιλάρι πούπουλα. 2. γέμιση φαγητού: Έβαλα γόμο στην πάπια ρύζι και κιμά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκκαυμα — Μέσο για την πρόκληση έκρηξης μιας γόμωσης. Το έ. χρησιμοποιείται για να αποφευχθούν οι εύφλεκτες εκρηκτικές ύλες σε επικίνδυνες ποσότητες (όπως ο βροντώδης υδράργυρος), οι οποίες είναι πολύ ευαίσθητες στην κρούση. Τα βλήματα είναι συνήθως… … Dictionary of Greek
αιματιά — και ματιά και αιμαθιά και αμαθιά, η (Α αἱματιά) [αἶμα] είδος αλλαντικού που παρασκευάζεται από το παχύ έντερο τού χοίρου με γέμιση από ρύζι, χόντρο ή τραχανά και διάφορα αρωματικά καρυκεύματα συχνά περιέχει και πηγμένο αίμα χοίρου νεοελλ. 1. το… … Dictionary of Greek
αυξομείωση — η (AM αὐξομείωσις) [αυξομειώ] η διαδοχική αύξηση και μείωση αρχ. 1. η παλίρροια 2. η γέμιση και η χάση του φεγγαριού … Dictionary of Greek
γέμισμα — το (Μ γέμισμα) [γεμίζω] νεοελλ. 1. το να γεμίζει κανείς κάτι με κάτι άλλο 2. το υλικό με το οποίο γεμίζει κανείς κάτι 3. φρ. «το γέμισμα τού φεγγαριού» η γέμιση* τού φεγγαριού 4. στρατ. η ποσότητα τής πυρίτιδας ή άλλης εκρηκτικής ύλης που είναι… … Dictionary of Greek
γέμος — ο (Α γέμος, το) [γέμω] το φορτίο νεοελλ. η γέμιση … Dictionary of Greek
γέμωση — η η γέμιση τού φεγγαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεμίζω, με αναλογικό σχηματισμό προς το λίγωση (βλ. και λ. γεμώνω)] … Dictionary of Greek